αυτόφωρος

αυτόφωρος
-η, -ο (Α αὐτόφωρος, -ον)
(για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο
το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα
2. φρ. «επ' αυτοφώρω» — κατά την εκτέλεση του αδικήματος
αρχ.
1. αυτός που αποκαλύφθηκε μόνος του
2. φρ. «ἐπ' αὐτοφώρῳ» — ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φωρος < φωρ(-ός) «κλέφτης» (πρβλ. κατάφωρος, περίφωρος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὐτόφωρος — self detected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόφωρος — η, ο αυτός που πιάστηκε την ώρα που έκανε το αδίκημα ή οποιαδήποτε άλλη κακή πράξη: Το αδίκημά του ήταν αυτόφωρο, γι αυτό θα δικαστεί αμέσως. Το ουδ. ως ουσ., το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει τα αυτόφωρα πταίσματα ή πλημμελήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτοφώρου — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώρους — αὐτόφωρος self detected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώρων — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφώρῳ — αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόφωροι — αὐτόφωρος self detected masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαυτόφωρος — ἐπαυτόφωρος, ον (Α) ολοφάνερος, κατάδηλος, αυτόφωρος …   Dictionary of Greek

  • αὐτοφώρωι — αὐτοφώρῳ , αὐτόφωρος self detected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”